- προφιλοσοφητέον
- Α(ρηματ. επίθ. τού αμάρτυρου προφιλοσοφοῡμαι, -έομαι) πρέπει να φιλοσοφήσει, να μελετήσει κανείς προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + φιλοσοφῶ + κατάλ. ρημ. επιθ. -τέος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προφιλοσοφητέον — one must begin philosophy masc acc sg προφιλοσοφητέον one must begin philosophy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)